• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
word for word adv (verbatim, using the exact wording)λέξη προς λέξημ αυτολεξεί, επί λέξει επίρ
 The cheater copied his neighbor's answer word for word.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
put in a good word for [sth/sb] vtr informal (say [sth] in support of)λέω μια καλή κουβέντα για κπ/κτ, λέω έναν καλό λόγο για κπ/κτ έκφρ
 Dad's angry at my big sister; Grandpa's going to put in a good word for her.
 You're applying for a job at that firm? I know the boss; I'll put in a good word for you.
take [sb]'s word for [sth] v expr (believe)πιστέυω ρ μ
 Don't take my word for it - look it up for yourself.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'word for word' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση word for word στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «word for word».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!